- λιθογραφώ
- λιθογράφησα, λιθογραφήθηκα, λιθογραφημένος, εκτυπώνω σε χαρτί εικόνα ή κείμενο που είναι χαραγμένο πάνω σε λίθινη πλάκα: Μου χάρισε μια λιθογραφημένη εικόνα της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.